- πευκιάς
- ο, Νπευκώνας, δάσος με πεύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + κατάλ. -ιάς (πρβλ. χιον-ιάς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πευκιάς — ο πευκώνας, δάσος από πεύκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πευκόδασο — το δάσος από πεύκα, πευκιάς, πευκώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πευκώνας — ο πευκόδασο, πευκιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)